„ισχυρίζομαι“: αποθετικό ρήμα ισχυρίζομαι [isçiˈrizome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-στηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) behaupten behaupten (ότι dass) ισχυρίζομαι ισχυρίζομαι