„ιστολογώ“: αμετάβατο ρήμα ιστολογώ [istoloˈɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bloggen bloggen ιστολογώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ ιστολογώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ