„ιστιόπανο“: ουδέτερο ιστιόπανο [istiˈopano]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Segeltuch Segeltuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n ιστιόπανο ιστιόπανο