„ισοψηφία“: θηλυκό ισοψηφία [isopsiˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stimmengleichheit Stimmengleichheitθηλυκό | Femininum, weiblich f ισοψηφία ισοψηφία