ισοτιμία
[isotiˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gleichwertigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fισοτιμίαισοτιμία
- Paritätθηλυκό | Femininum, weiblich fισοτιμία οικονομία | Wirtschaftοικονισοτιμία οικονομία | Wirtschaftοικον