„ισοπεδώνομαι“: αμετάβατο ρήμα ισοπεδώνομαι [isopeˈðonome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abflachen abflachen ισοπεδώνομαι ισοπεδώνομαι