ισοπέδωση
[isoˈpeðosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einebnungθηλυκό | Femininum, weiblich fισοπέδωση εδάφουςισοπέδωση εδάφους
- Nivellierungθηλυκό | Femininum, weiblich fισοπέδωση διαφορώνAusgleichenουδέτερο | Neutrum, sächlich nισοπέδωση διαφορώνισοπέδωση διαφορών