ισοζύγιο
[isoˈzijio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bilanzθηλυκό | Femininum, weiblich fισοζύγιο οικονομία | Wirtschaftοικονισοζύγιο οικονομία | Wirtschaftοικον
examples
- ισοζύγιο πληρωμώνZahlungsbilanzθηλυκό | Femininum, weiblich f