„ισοδυναμώ“: αμετάβατο ρήμα ισοδυναμώ [isoðinaˈmo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gleichkommen gleichkommen (με+δοτική | +Dativ +dat) ισοδυναμώ ισοδυναμώ