„ισογώνιος“ ισογώνιος [isoˈɣoɲos], ισογώνια, ισογώνιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gleichwinklig gleichwinklig ισογώνιος ισογώνιος