ισημερία
[isimeˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Äquinoktiumουδέτερο | Neutrum, sächlich nισημερίαTagundnachtgleicheθηλυκό | Femininum, weiblich fισημερίαισημερία