ιππόκαμπος
[iˈpokambos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Seepferdchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nιππόκαμπος ζωολογία | Zoologieζωολιππόκαμπος ζωολογία | Zoologieζωολ