„ιπποφαές“: ουδέτερο ιπποφαές [ipofaˈes]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sanddorn Sanddornαρσενικό | Maskulinum, männlich m ιπποφαές ιπποφαές