„ιπποτροφία“: θηλυκό ιπποτροφία [ipotroˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pferdezucht Pferdezuchtθηλυκό | Femininum, weiblich f ιπποτροφία ιπποτροφία