ιπποπόταμος
[ipoˈpotamos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Flusspferdουδέτερο | Neutrum, sächlich nιπποπόταμοςNilpferdουδέτερο | Neutrum, sächlich nιπποπόταμοςιπποπόταμος