ιπποδρόμιο
[ipoˈðromio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Pferderennbahnθηλυκό | Femininum, weiblich fιπποδρόμιοιπποδρόμιο
- Hippodromουδέτερο | Neutrum, sächlich nιπποδρόμιο της αρχαιότηταςιπποδρόμιο της αρχαιότητας