ιογενής
[iojeˈnis], ιογενής, ιογενέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ιογενής ασθένειαθηλυκό | Femininum, weiblich fViruskrankheitθηλυκό | Femininum, weiblich f