„ιλαρότητα“: θηλυκό ιλαρότητα [ilaˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erheiterung Erheiterungθηλυκό | Femininum, weiblich f ιλαρότητα ιλαρότητα