„ιλαρά“: θηλυκό ιλαρά [ilaˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Masern Masernπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl ιλαρά ιατρική | Medizinιατρ ιλαρά ιατρική | Medizinιατρ