„ικρίωμα“: ουδέτερο ικρίωμα [iˈkrioma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schafott Schafottουδέτερο | Neutrum, sächlich n ικρίωμα ικρίωμα