ικανοποιώ
[ikanopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zufriedenstellen (με mit)ικανοποιώ άνθρωποικανοποιώ άνθρωπο
- befriedigenικανοποιώ απαιτήσεις, ορμέςικανοποιώ απαιτήσεις, ορμές
- verwirklichenικανοποιώ επιθυμία μουικανοποιώ επιθυμία μου
- ικανοποιώ επιθυμία άλλου