„ιεραπόστολος“: αρσενικό και θηλυκό ιεραπόστολος [ieraˈpostolos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Missionar Missionarαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f ιεραπόστολος ιεραπόστολος