„ιδρωτικός“ ιδρωτικός [iðrotiˈkos], ιδρωτική, ιδρωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schweißtreibend schweißtreibend ιδρωτικός ιδρωτικός