ιδρωμένος
[iðroˈmenos], ιδρωμένη, ιδρωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verschwitzt, schweißnassιδρωμένοςιδρωμένος
examples
- ιδρωμένα πόδιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplSchweißfüßeπληθυντικός | Plural pl