„ιδιωτικότητα“: θηλυκό ιδιωτικότητα [iðiotiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Privatsphäre Privatsphäreθηλυκό | Femininum, weiblich f ιδιωτικότητα ιδιωτικότητα