ιδιωματισμός
[iðiomatizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Redewendungθηλυκό | Femininum, weiblich fιδιωματισμός γλωσσ ειδική έκφρασηιδιωματισμός γλωσσ ειδική έκφραση
- dialektaler Ausdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich mιδιωματισμός διαλέκτουιδιωματισμός διαλέκτου