„ιγκουάνα“: ουδέτερο ιγκουάνα [iŋˈguana]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leguan Leguanαρσενικό | Maskulinum, männlich m ιγκουάνα ιγκουάνα