ιατροδικαστικός
[iatroðikastiˈkos], ιατροδικαστική, ιατροδικαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gerichtsmedizinischιατροδικαστικόςιατροδικαστικός
Thank you for your feedback!