„θωρηκτό“: ουδέτερο θωρηκτό [θorikˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlachtschiff Schlachtschiffουδέτερο | Neutrum, sächlich n θωρηκτό θωρηκτό