„θωπευτικός“ θωπευτικός [θopeftiˈkos], θωπευτική, θωπευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schmeichelnd schmeichelnd θωπευτικός θωπευτικός