„θυρωρός“: αρσενικό και θηλυκό θυρωρός [θiroˈros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pförtner Pförtnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f θυρωρός θυρωρός