θρόισμα
[ˈθroizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Raschelnουδέτερο | Neutrum, sächlich nθρόισμα φύλλων, άχυρου, μεταξιούθρόισμα φύλλων, άχυρου, μεταξιού
- Rauschenουδέτερο | Neutrum, sächlich nθρόισμα δέντρουθρόισμα δέντρου