„θροΐζω“: αμετάβατο ρήμα θροΐζω [θroˈizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) rascheln, rauschen rascheln θροΐζω φύλλωμα, άχυρο, μετάξι θροΐζω φύλλωμα, άχυρο, μετάξι rauschen θροΐζω δέντρο θροΐζω δέντρο