„θρεφτάρι“: ουδέτερο θρεφτάρι [θrefˈtari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mastvieh Mastviehουδέτερο | Neutrum, sächlich n θρεφτάρι θρεφτάρι