θραύσμα
[ˈθravzma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Splitterαρσενικό | Maskulinum, männlich mθραύσμαGranatsplitterαρσενικό | Maskulinum, männlich mθραύσμαθραύσμα
examples
- θραύσμα βόμβαςBombensplitterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- θραύσμα οβίδαςGranatsplitterαρσενικό | Maskulinum, männlich m