θορυβώ
[θoriˈvo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
θορυβώ
[θoriˈvo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beunruhigenθορυβώ προκαλώ σύγχυση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφθορυβώ προκαλώ σύγχυση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ