„θορυβούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα θορυβούμαι [θoriˈvume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich beunruhigen sich beunruhigen θορυβούμαι ανησυχώ θορυβούμαι ανησυχώ