θλάση
[ˈθlasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zerrungθηλυκό | Femininum, weiblich fθλάση ιατρική | MedizinιατρPrellungθηλυκό | Femininum, weiblich fθλάση ιατρική | Medizinιατρθλάση ιατρική | Medizinιατρ
examples
- θλάση τένονταSehnenzerrungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- θλάση των μυώνMuskelzerrungθηλυκό | Femininum, weiblich f