„θησαυροφυλάκιο“: ουδέτερο θησαυροφυλάκιο [θisavrofiˈlakjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tresor Tresorαρσενικό | Maskulinum, männlich m θησαυροφυλάκιο θησαυροφυλάκιο