„θημωνιά“: θηλυκό θημωνιά [θimoˈɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Heuhaufen, Schober Heuhaufenαρσενικό | Maskulinum, männlich m θημωνιά Schoberαρσενικό | Maskulinum, männlich m θημωνιά θημωνιά