„θηλυπρεπής“ θηλυπρεπής [θilipreˈpis], θηλυπρεπής, θηλυπρεπέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unmännlich, weibisch unmännlich, weibisch θηλυπρεπής θηλυπρεπής