„θηλιά“: θηλυκό θηλιά [θiˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlinge, Masche Schlingeθηλυκό | Femininum, weiblich f θηλιά θηλιά Mascheθηλυκό | Femininum, weiblich f θηλιά πλεχτού θηλιά πλεχτού