„θεϊκός“ θεϊκός [θeiˈkos], θεϊκή, θεϊκόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) göttlich göttlich θεϊκός θεϊκός