„Θερμοπύλες“: πληθυντικός θηλυκού Θερμοπύλες [θermoˈpiles]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Thermopylen Thermopylenπληθυντικός | Plural pl Θερμοπύλες Θερμοπύλες