θερμοπληξία
[θermopliˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Hitzschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mθερμοπληξία ιατρική | MedizinιατρSonnenstichαρσενικό | Maskulinum, männlich mθερμοπληξία ιατρική | Medizinιατρθερμοπληξία ιατρική | Medizinιατρ