„θερμοκάλυμμα“: ουδέτερο θερμοκάλυμμα [θermoˈkalima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Teewärmer examples θερμοκάλυμμα τσαγιέρας Teewärmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m θερμοκάλυμμα τσαγιέρας