„θερμάστρα“: θηλυκό θερμάστρα [θerˈmastra]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ofen (Heiz-)Ofenαρσενικό | Maskulinum, männlich m θερμάστρα θερμάστρα