„θεομπαίχτης“: αρσενικό θεομπαίχτης [θeoˈbextis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gottlose Gottlose(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f θεομπαίχτης θεομπαίχτης