„θεοδικία“: θηλυκό θεοδικία [θeoðiˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gottesurteil Gottesurteilουδέτερο | Neutrum, sächlich n θεοδικία θεοδικία