θεμέλιος
[θeˈmelios], θεμέλια, θεμέλιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Grund-.θεμέλιοςθεμέλιος
examples
- θεμέλιος λίθοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφwichtiger Bestandteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- θεμέλιος στύλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mGrundpfeilerαρσενικό | Maskulinum, männlich m